- ελαιοβρεχής
- -ές και ελαιοβραχής, -ές και ελαιόβροχος, -η, -ο (AM ἐλαιοβρεχής, -ές και ἐλαιοβραχής, -ές και ἐλαιόβροχος, -ον)ο βρεγμένος, διάβροχος με λάδι, ο μουσκεμένος στο λάδι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
βρέχω — (AM βρέχω) 1. υγραίνω, μουσκεύω κάτι με νερό ή άλλο υγρό 2. (σε γ΄ πρόσ.) πέφτει βροχή («βρέχει», «βρέχει ο ουρανός», «ἔβρεξε Κύριος χάλαζαν, βροχήν») νεοελλ. 1. ραντίζω 2. πέφτω σαν βροχή 3. (για νήπια συνήθως) βρέχομαι κατουριέμαι 4. φρ. α)… … Dictionary of Greek
ελιά — Δέντρο της οικογένειας των ελαιιδών (δικοτυλήδονα). Είναι γνωστό από τους αρχαιότατους χρόνους και πιθανότατα κατάγεται από τον χώρο της ανατολικής Μεσογείου. Η παράδοση αναφέρει ως πατρίδα της ε. την Αθήνα, αφού η πρώτη ε., η Μορία Ελαία,… … Dictionary of Greek